- σόκιν
- το, Ν1. καθετί που προσβάλλει το κοινό αίσθημα ντροπής2. αισχρολογία, βωμολοχία3. άσεμνο ανέκδοτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shocking].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σόκιν — επίθ. άκλ. (λ. αγγλ.) 1. άσεμνος, αισχρός 2. ως ουσ., σόκιν, το ανέκδοτο τολμηρό που προσβάλλει την αιδημοσύνη: Στις συντροφιές λέει διαρκώς σόκιν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)